- ψυγμός
- (I)ὁ, Α [ψύχω (Ι)]1. τόπος κατάλληλος για ξήρανση («ἐβάσταζον ἡμῶν θήκας λαχανοσπέρμου εἰς ἕτερον ψυγμόν», πάπ.)2. (ιδίως) μέρος κατάλληλο για το στέγνωμα διχτιών («ψυγμός σαγηνῶν ἔσται ἐν μέσῳ θαλάσσης», ΠΔ).————————(II)και ψυχμός, ὁ, Α [ψύχω (II)]1. κρύο ή υγρασία («ψυγμοῡ πλήρους ὄντος τοῡ τόπου, Πορφ.)2. ρίγος3. τροφή ή ποτό για τόνωση τού οργανισμού («ἔψυξαν ἑαυτοὺς ψυγμούς», ΠΔ)4. μτφ. μαρασμός («ὁ ψυγμὸς τῆς ἀγάπης πεποίηκε μυστήρια», Ιωάνν. Χρυσ.)5. φρ. «Ψυγμοῡ λιμὴν» — παράλιο τής Αιθιοπίας.
Dictionary of Greek. 2013.